αντισήκωμα

αντισήκωμα
το (Μ ἀντισήκωμα) [αντισηκώ]
χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να εξαγοράσει κάποια υποχρέωση του (π.χ. τη στρατιωτική θητεία)
νεοελλ.
το αντίσηκο, το αντίβαρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀντισήκωμα — equipoise neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντισήκωμα — το, ατος χρηματικό ποσό που δίνεται για την εξαγορά υποχρέωσης και μάλιστα στρατιωτικής: Πλήρωσε το αντισήκωμα και εξαγόρασε τη στρατιωτική του θητεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανασηκώνω — (Α ἀνασηκῶ, όω) 1. σηκώνω προς τα επάνω, ανυψώνω 2. (για πράγματα) παίρνω κάτι από κάτω, σηκώνω 3. παραπλανώ, ξελογιάζω αρχ. προσθέτω όσο βάρος λείπει, γίνομαι αντισήκωμα, αναπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σηκώ «ζυγίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. ανασήκωμα,… …   Dictionary of Greek

  • αντίβαρο — το 1. κάθε βάρος που τοποθετείται σ έναν μηχανισμό εκτός ισορροπίας για να τον επαναφέρει σε κατάσταση στατικής ισορροπίας 2.το αντιστάθμισμα, αντισήκωμα …   Dictionary of Greek

  • αντιζύγι — το αντισήκωμα, αντίβαρο …   Dictionary of Greek

  • ζύγωσις — ζύγωσις, ἡ (Α) [ζυγώ ( όω)] ζύγισμα, ισορρόπηση, αντισήκωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”